Πεδίο Αναγνώρισης
Κωδικός αναγνώρισης
GR NPAN FO 01-SF 1-SE 004-FI 004-IT 0001
Τίτλος
Ημερομηνία(ες)
- 1911-05-26 (Creation)
Επίπεδο περιγραφής
Item
Μέγεθος και Υπόστρωμα
1 επιστολή, 8 σελίδες
8 ψηφιακές εικόνες εγγράφου
Πεδίο Πλαισίου Παραγωγής
Όνομα παραγωγού
Βιογραφικό/Διοικητική Ιστορία
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ν. ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Η οικονομική πολιτική της Ελλάδας το πρώτο μισό του 20ου αιώνα φέρνει αναμφίβολα τη σφραγίδα του Αλέξανδρου Διομήδη, ο οποίος με τις αποφάσεις που πήρε από όλες τις θέσεις που ανέλαβε κατά καιρούς, είτε ως Υπουργός Οικονομικών, είτε ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και αργότερα της Τράπεζας της Ελλάδος, είτε ως πρόεδρος του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου, είτε τέλος ως πρωθυπουργός, καθόρισε και κατεύθυνε την οικονομική πολιτική της χώρας. Όπως έγραψε και ο Α. Αγγελόπουλος στη Νέα Οικονομία το 1950 «η αστική τάξη της Ελλάδος είχε βρει στον Α. Διομήδη τον πιο διαπρεπή και πιστό εκπρόσωπό της», έναν άνθρωπο με ευρύτατη εγκυκλοπαιδική και φιλοσοφική μόρφωση.
Ο Α. Διομήδης γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1874 (παλιό ημερολόγιο) και πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1950. Παντρεύτηκε την Ιουλία Ψύχα, κόρη του Γεωργίου και της Ζηνοβίας το γένος Σαλβάγου, από την Αλεξάνδρεια. Ο Α. Διομήδης καταγόταν από την παλιά σπετσιώτικη οικογένεια με το επώνυμο Κυριακός ή Κυριακού που ασχολιόταν με τη ναυτιλία και το εμπόριο. Η οικογένεια Κυριακού συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της ανεξαρτησίας εξοπλίζοντας και διαθέτοντας το ιδιόκτητο πλοίο της «Πελεκάνος». Ο ίδιος, γεννήθηκε στην Αθήνα, και μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια νομομαθών και πολιτικών γεγονός που τον οδήγησε να ακολουθήσει και ο ίδιος στη συνέχεια την οικογενειακή του παράδοση. Τόσο ο πατέρας του Νικόλαος, όσο και ο παππούς του Διομήδης Αναστάσιος Κυριακός και ο θείος του Βασίλειος Οικονομίδης ήταν καθηγητές στη Νομικής Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο παππούς του διετέλεσε επίσης βουλευτής Σπετσών και πρωθυπουργός, υπήρξε δε από τους κυριότερους συντάκτες του Συντάγματος του 1844. Ο Α. Διομήδης επηρεάστηκε ιδιαίτερα, όπως ομολογούσε και ο ίδιος, από το θείο του Β. Οικονομίδη, διαπρεπή νομικό και αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε αναλάβει την ανατροφή του κατά τη διάρκεια της απουσίας του πατέρα του στην Αλεξάνδρεια, όπου υπηρετούσε στα Μικτά δικαστήρια.
Ο Αλέξανδρος Διομήδης σπούδασε νομικά στη Βεϊμάρη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας το 1895. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε να μελετάει το δημόσιο δίκαιο και αναγορεύθηκε υφηγητής με την πραγματεία του «Περί του προϋπολογισμού του Κράτους» ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σαν ανταποκριτής στην Ελλάδα των εφημερίδων Νέα Ημέρα της Τεργέστης και του Νέου Ελεύθερου Τύπου της Βιέννης. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα επιμελήθηκε και εξέδωσε τη δίτομη ερμηνεία του Συντάγματος που είχε γράψει ο παππούς του αλλά δεν είχε προλάβει να εκδώσει. Το 1907 συμμετέχει στη Β΄ Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στη Χάγη, ως γραμματέας της ελληνικής αντιπροσωπείας.
Μετά την επανάσταση του 1909, τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη νομάρχης Αττικοβοιωτίας και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι από τότε ξεκινάει ουσιαστικά η πολιτική του σταδιοδρομία στην οποία τον παροτρύνουν και οι φίλοι του. Ο Ν. Μαυρουδής σε επιστολή του προς τον Α. Διομήδη έγραφε χαρακτηριστικά «ήρθε μια καλή στιγμή να κουνηθείς και συ λιγάκι γιατί με τα προσόντα πού έχεις, με την πολλή σου ευσυνειδησία με τα πολλά σου καλά διαβάσματα με την καθαρή σου κρίση… πρέπει να εργαστείς όχι βέβαια για να πάρομε τη Θεσσαλονίκη αλλά να τρώμε στο μέλλον το προσεχές λιγότερες ταπεινώσεις, λιγότερους εξευτελισμούς».
Το 1910, ο Α. Διομήδης κατεβαίνει στις εκλογές και εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής Σπετσών, ενώ στις εκλογές του 1912 επανεκλέγεται. Στη Βουλή συμμετείχε στην κοινοβουλευτική επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος, εισηγήθηκε το νομοσχέδιο για την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και το νομοσχέδιο για τους Δήμους και τις Κοινότητες. Το ανήσυχο και προοδευτικό πνεύμα του Α. Διομήδη σε συνδυασμό με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα τον οδήγησε να ακολουθήσει τον Ε. Βενιζέλο, με συνέπεια να αποξενωθεί σταδιακά από τους ανθρώπους με τους οποίους είχε συνδεθεί στα φοιτητικά του χρόνια αλλά και μετέπειτα, όπως ο Ι. Χαλκοκονδύλης και ο Γ. Στρέϊτ. Το ίδιο προοδευτικό πνεύμα σε συνδυασμό με την αγάπη του για τα γράμματα και την εκπαίδευση τον οδήγησε να συμπεριληφθεί ανάμεσα στους ιδρυτές και πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Ομίλου για την αναγέννηση της ελληνικής παιδείας.
Το 1912, σε ηλικία 37 ετών, ο Ε. Βενιζέλος τον κάλεσε να αναλάβει το κρίσιμο Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 1915. Κατά τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας αντιμετώπισε με επιτυχία όλα τα οικονομικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στον προϋπολογισμό του ελληνικού κράτους από τις έκτακτες πολεμικές δαπάνες και από την ενσωμάτωση των νέων χωρών στον ελλαδικό χώρο, ενώ δεν δίστασε να προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Ήδη από την εποχή αυτή συνδέθηκε φιλικά με τους συγγενείς του Ν. Πετσάλη, γιατρό και γερουσιαστή, και Ι. Παρασκευόπουλο, στρατιωτικό και μετέπειτα αρχιστράτηγο στη μικρασιατική εκστρατεία, με τους οποίους δεν σταμάτησε ποτέ να συζητάει και να ανταλλάσσει απόψεις σχετικά με την ακολουθούμενη από τον Βενιζέλο πολιτική.
Το 1916-1917, μετά από εντολή του Ε. Βενιζέλου, αναχώρησε για το Παρίσι και το Λονδίνο σαν έκτακτος απεσταλμένος της προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Το 1918, τοποθετήθηκε από τον Ε. Βενιζέλο Υπουργός Εξωτερικών, και για ένα διάστημα προσωρινά υπουργός της Δικαιοσύνης. Το 1917-1918, συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη συμφωνία για τη χορήγηση από την Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ πιστώσεων για την κάλυψη των πολεμικών δαπανών της Ελλάδος για την είσοδό της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η χορήγηση των πιστώσεων αυτών είχε θεωρηθεί από τον Ε. Βενιζέλο και τον ίδιο σαν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.
Το Νοέμβριο του 1920, μετά την αποτυχία του κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές ο Α. Διομήδης αναχώρησε στο εξωτερικό όπου και παρέμεινε μέχρι την μικρασιατική καταστροφή. Από το εξωτερικό που βρισκόταν παρακολουθούσε με ανησυχία τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και το 1921 ενημέρωσε το Βενιζέλο για την απόφαση του να συμμετάσχει στην προσπάθεια των Λαμπράκη, Καραπάνου, Εξηντάρη, Ρέντη και Τσουδερού να συγκεντρωθούν κεφάλαια για την έκδοση εφημερίδας, του Ελευθέρου Βήματος, που θα απηχούσε τις φιλελεύθερες ιδέες. Σαν δημοσιογράφος, που υπήρξε στην αρχή της σταδιοδρομίας του, αντιλαμβάνεται το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο τύπος στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και θεωρεί ότι ο φιλελεύθερος χώρος στερείτο αυτού του πολύτιμου στηρίγματος.
Τον Σεπτέμβριο του 1922, αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή ο Α. Διομήδης καλείται να αναλάβει προσωρινά το Υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Σ. Κροκιδά.
Λίγο αργότερα, στις αρχές του 1923, τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση διοικητής της Εθνικής Τράπεζας από την οποία αποχώρησε πέντε χρόνια αργότερα, το 1928, για να αναλάβει πρώτος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην Εθνική Τράπεζα ο Α. Διομήδης είχε διατελέσει παλιότερα, την τριετία 1918-1920, συνδιοικητής.
Κατά τη διάρκεια της θητείας ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας ο Α. Διομήδης ασχολήθηκε μεταξύ άλλων κυρίως, με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, αφού η Εθνική Τράπεζα ήταν ταυτόχρονα και Κεντρική Τράπεζα της χώρας, με την οργάνωση του τραπεζικού συστήματος και με την επέκταση των εργασιών της Εθνικής ώστε να χρηματοδοτούνται όλοι οι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Φρόντισε επίσης, για την επέκταση του δικτύου της Τράπεζας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (ίδρυση του πρακτορείου της Νέας Υόρκης). Η προσπάθεια βέβαια ανασυγκρότησης και σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Η αναδιάρθρωση αυτή απαιτούσε πρώτα από όλα την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας που θα ανελάμβανε το εκδοτικό προνόμιο και τη ρύθμιση της νομισματικής πολιτικής του κράτους, αλλά και την ίδρυση ξεχωριστών τραπεζικών ιδρυμάτων που θα ασκούσαν την αγροτική και κτηματική πίστη. Την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας έθεταν εξάλλου σαν όρο και οι ξένες κυβερνήσεις προκειμένου να χορηγήσουν τα απαραίτητα δάνεια για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Οι διαπραγματεύσεις αυτές ολοκληρώθηκαν το 1928 και οδήγησαν στην ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος καθώς και της Αγροτικής και της Κτηματικής Τράπεζας.
Ο Α. Διομήδης συμμετείχε επίσης στις διαπραγματεύσεις, για τη χορήγηση των προσφυγικών δανείων για την αποκατάσταση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, για το διακανονισμό των πολεμικών χρεών της Ελλάδας προς τους συμμάχους, για τη χρηματοδότηση των μεγάλων δημοσίων έργων αποξήρανσης και οδοποιίας και για τη χρηματοδότηση έργων κοινής ωφελείας όπως ήταν τα έργα για την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και την ύδρευση των ελληνικών πόλεων. Από τότε τον απασχολούσε το πρόβλημα της εκβιομηχάνισης της χώρας και της εκμετάλλευσης των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πόρων της. Έδειξε δε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αξιοποίηση των υδατοπτώσεων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και γενικότερα στις προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του τομέα παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, προώθησε τον Μάιο του 1920 τη σύσταση του Συνδικάτου Υδροηλεκτρικών Μελετών και Εγκαταστάσεων Δυτικής Μακεδονίας και Στερεάς Ελλάδος. Τα σχέδια αυτά δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν στο μεσοπόλεμο καθώς οι ξένοι επενδυτές δίσταζαν να προχωρήσουν σε μεγάλης κλίμακας επενδύσεις που θα απέδιδαν μακρόχρονα. Οι άγγλοι επενδυτές επέβαλαν τελικά την άποψή τους στην ελληνική κυβέρνηση για την κατασκευή θερμοηλεκτρικών εργοστασίων που απαιτούσαν μικρότερες επενδύσεις και είχαν το πλεονέκτημα για αυτούς, ότι βασίζονταν σε εισαγόμενη καύσιμη ύλη που ενίσχυε το δικό τους εξαγωγικό εμπόριο. Οι συμβάσεις που υπογράφηκαν τότε, τόσο για την παραγωγή και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και για άλλα έργα, επικρίθηκαν έντονα, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν με τα δεδομένα της εποχής ήταν δυνατό να επιτύχει κανείς κάτι καλύτερο. Η περίοδος αυτή που ξεκινάει με την μικρασιατική καταστροφή και τελειώνει με την πτώχευση του 1932 χαρακτηρίζεται τόσο από τη μεγάλη αύξηση του εξωτερικού χρέους που οφείλονταν στον υπέρμετρο δανεισμό και στους δυσμενείς σχετικά όρους των δανείων όσο και από τον εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας.
Μετά την απομάκρυνσή του από την Τράπεζα της Ελλάδος, το 1931, από τον Ε. Βενιζέλο, λόγω διαφωνιών για την ακολουθούμενη συναλλαγματική πολιτική, ο Α. Διομήδης εντάχθηκε στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο, του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος, ενώ επανήλθε και ως σύμβουλος στο Γενικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας. Από τη θέση αυτή παραιτήθηκε, το 1943, μετά το διορισμό του Γ. Μερκούρη ως διοικητού της Τράπεζας από τις αρχές κατοχής, για να επανέλθει και πάλι στην Τράπεζα το 1945, ως πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου της.
Το 1949, διορίσθηκε αντιπρόεδρος στη συμμαχική κυβέρνηση του Θ. Σοφούλη και το 1950 ανέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα την πρωθυπουργία.
Ο Α. Διομήδης υπήρξε από τους πρώτους που αντιλήφθηκε μετά την μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-1930 ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν ήταν το οικονομικό εκείνο σύστημα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό και ορθολογισμό τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του 20ου αιώνα και ότι γινόταν όλο και περισσότερο αναγκαίος ο κρατικός παρεμβατισμός ώστε να περιορισθεί ο ατομικισμός των Ελλήνων και να υποχωρήσει «το ατομικό συμφέρον έναντι του συμφέροντος της ολότητος δηλ. της Ελλάδος». Στην εφαρμογή όμως της οικονομικής πολιτικής παρέμεινε μέχρι τέλους φιλελεύθερος παρ΄ όλο που από το 1935 τόνιζε πως ο «λιμπεραλισμός έχει αποθάνει πλέον».
Κατά τον Α. Αγγελόπουλο ο Α. Διομήδης ήταν δύσκολο να ξεφύγει από τις παλιές του ιδέες όσο και αν τις εύρισκε ξεπερασμένες. Του ήταν δύσκολο να αποφύγει τις επιρροές του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούσε, οσονδήποτε και αν δεν τις υιοθετούσε. Μέσα του γινόταν μια πάλη μεταξύ του παλιού και του νέου. Ήταν κατά βάση προοδευτικός, ήθελε την αλλαγή, τη διακήρυσσε θεωρητικά και όμως κάτι τον συγκρατούσε την στιγμή που επρόκειτο ο ίδιος να την εφαρμόσει.
Εκτός όμως από οικονομολόγος και τραπεζίτης ο Α. Διομήδης υπήρξε διανοούμενος και ερευνητής. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εποχή του Βυζαντίου και εξέδωσε το 1942 και το 1946 δύο τόμους Βυζαντινών Μελετών που αναφέρονται στην πολιτική της Μακεδονικής Δυναστείας κατά της μεγάλης ιδιοκτησίας, στην κρίση του ενδέκατου αιώνα και στην καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού και στις σλαβικές επιδρομές και την πολιτική του Βυζαντίου.
Για την πολύτιμη προσφορά του στο οικονομικό, πολιτικό και ερευνητικό πεδίο η Ακαδημία Αθηνών τον έκανε μέλος της το 1947.
Αξίζει πάντως να αναφέρουμε τελειώνοντας ότι, κατά το Κ. Θ. Δημαρά, εκείνο που κυρίως χαρακτήριζε τον Α. Διομήδη, πάνω από το φιλελευθερισμό του και αποτελούσε «το μοναδικό κλειδί που ερμηνεύει ακέριο τον συγγραφέα και τον πολιτικό, και τη δημοσία και την ατομική σταδιοδρομία του» ήταν «ο ανθρωπισμός του». «Διδάσκαλος ανθρωπισμού» συνέχιζε ο Κ. Θ. Δημαράς «ήταν σε κάθε στιγμή της ζωής του. Κι εκεί που νιώθαμε πως κινδυνεύει να τον παρασύρει το ξηρό αναλυτικό πνεύμα, και εκεί όπου η ανθρώπινη κακία θα μπορούσε να διασπάσει την κοσμοθεωρία του, η βαθιά και ακοίμητη ανθρωπιστική του πίστη αποκαθιστούσε τις σωστές αναλογίες και του εξασφάλιζε την ισορροπία και την εξακολούθηση μίας αναλλοίωτης πορείας της ζωής και του στοχασμού. Ο ανθρωπισμός είναι, που ενώνει οργανικά τις μορφές του Α. Διομήδη σε μια μορφή, ο ανθρωπισμός είναι, δίχως άλλο, η κύρια πηγή της γοητείας και της ακτινοβολίας του».
Τα κυριότερα έργα του Α. Διομήδη είναι:
- Συνταγματική και οικονομική μελέτη περί του προϋπολογισμού του κράτους, Αθήνα 1905
- Η Β΄ Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στη Χάγη το 1907, Αθήνα 1908
- Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος αρχομένου του Ευρωπαϊκού πολέμου(1915-1916), Αθήνα
- Τα οικονομικά της Ελλάδος προ και μετά την 1η Νοεμβρίου 1920, Αθήνα 1922
- Το πρόβλημα του οικονομικού μας μέλλοντος, Αθήνα 1925
- Η νομισματική μας ασθένεια και τα μέσα προς θεραπείαν αυτής, Αθήνα 1928
- Η πολιτική της σταθεροποιήσεως και ο Ε. Βενιζέλος, Αθήνα 1932
- Μετά την κρίσιν. Οικονομικαί και δημοσιονομικαί μελέται 1932-1934, Αθήνα 1934
- Βυζαντιναί Μελέται, Αθήνα 1942, 1946
- Τα αίτια της οικονομικής παρακμής του Βυζαντίου Αθήνα 1937
- Από την πνευματική και θρησκευτική ζωήν των Κομνηνών, Αθήνα
- Επί του νομισματικού και πιστωτικού ζητήματος, Αθήνα 1948
- Νέα οργανική διάρθρωσις της ελληνικής οικονομίας (Ανασυγκρότηση-Εξηλεκτρισμός-Εκβιομηχάνιση), Αθήνα 1950
Ν. Παντελάκης είναι διδάκτορας κοινωνιολογίας, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας.
Αποθετήριο
Ιστορικό ενότητας περιγραφής
Διαδικασία Πρόσκτησης
Πεδίο Περιεχομένου και Διάρθρωσης
Παρουσίαση Περιεχόμενου
Σχόλια για την πολιτική κατάσταση της Ελλάδος
Επιλογές, εκκαθαρίσεις και τελική διατήρηση
Καμία εκκαθάριση
Προσθήκες Υλικού
Σύστημα Ταξινόμησης
Χρονολογικό
Πεδίο Όρων Πρόσβασης και Χρήσης
Όροι πρόσβασης
Ελεύθερη πρόσβαση
Όροι αναπαραγωγής
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή αρκεί να αναφέρεται η πηγή προέλευσης του τεκμηρίου
Γλώσσα των Τεκμηρίων
- Ελληνικά
Γραφή του υλικού
Σημειώσεις γλώσσας και γραφής
Ελληνικό πολυτονικό
Φυσικά Χαρακτηριστικά και Τεχνικές απαιτήσεις
Εργαλείο έρευνας
Allied materials area
Εντοπισμός των πρωτότυπων
Εντοπισμός των αντιγράφων
Συνδεόμενες Ενότητες Περιγραφής
Πεδίο Παρατηρήσεων
Εναλλακτικοί Κωδικοί
Σημεία πρόσβαση
Θέματα ως Σημεία πρόσβασης
Τοποθεσίες ως Σημεία πρόσβασης
Όνοματα ως Σημεία πρόσβασης
Genre access points
Πεδίο ελέγχου εργασιών της περιγραφής
Αναγνωριστικό περιγραφής
Αναγνωριστικό φορέα τεκμηρίωσης
Χρησιμοποιούμενοι Κανόνες ή Πρότυπα Περιγραφής
Κατάσταση
Revised
Επίπεδο λεπτομέρειας
Partial